ασημώνω — ασημώνω, ασήμωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασημώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. επαργυρώνω: Ασήμωσε το καντήλι της Παναγίας στην εκκλησία. 2. προσφέρω ασημένιο νόμισμα για το καλό: Ασήμωσα το μωρό τ ανιψιού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
ασήμωμα — το [ασημώνω] 1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς») 2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους 3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων … Dictionary of Greek
ασημωτής — ο [ασημώνω] ο τεχνίτης που ασχολείται με το ασήμωμα, ο επαργυρωτής … Dictionary of Greek
ασημωτός — ή, ό [ασημώνω] ασημένιος ή επάργυρος … Dictionary of Greek
εναργυρώ — ἐναργυρῶ ( όω) (Α) περιβάλλω, περικαλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω, ασημώνω … Dictionary of Greek
επαργυρώνω — (Α ἐπαργυρῶ, όω) καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζω αρχ. (μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα … Dictionary of Greek
επαργυρώνω — επαργύρωσα, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος, μτβ., καλύπτω με ασήμι μεταλλικό αντικείμενο ή σκεύος, ασημώνω, ασημοκαπνίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)